- σμηνοδόκος
- σμηνο-δόκος, ον,A keeping bees, AP9.438 (Phil., s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμηνοδόκος — ον, Α αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] … Dictionary of Greek
σμηνοδόκου — σμηνοδόκος keeping bees masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)